Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Julia, I can't live without your love.



«Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία.
Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια...
Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια.
Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν...
Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις και συ όσο μεγαλώνεις...»
-Θανάσης Βέγγος.

Αυτό είχε γράψει στην πρώτη σελίδα ενός βιβλίου το οποίο μου είχε αγοράσει και δεν διάβασα ποτέ. Σπάνια διάβαζα τα βιβλία που μου έδινε.

Το βράδυ που ξάπλωσα για να κοιμηθώ είχα έναν πολύ ανήσυχο ύπνο.
Ήμουν μόνος μου στο σπίτι, τα πάντα ήταν σκονισμένα και σκοτεινά. Τα πάντα ήταν μοναχικά. Άρχισα να φωνάζω το όνομα της απελπισμένος, μια απάντηση ζητούσα. Ένα «σταμάτα να φωνάζεις, να χαρείς, έχω πονοκέφαλο» μα τίποτα... Μια απόλυτη, απέραντη ησυχία ρήμαζε τον τόπο όλο. Έτρεξα στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και όταν αντίκρισα αυτόν τον ρυτιδιασμένο γέρο με τα άσπρα μαλλιά και τα σβησμένα χαρακτηριστικά τα οποία υποδήλωναν πολλές ευτυχισμένες μέρες και άλλες τόσες δυστυχισμένες, τρόμαξα.
Ξαφνικά, θυμήθηκα τα πάντα. Εκείνη με είχε αφήσει, είχε γεράσει μαζί μου, όπως πάντα ήθελε, και αργότερα με άφησε μόνο μου. Το φάντασμά της ήταν παντού. Οι φωτογραφίες της δέσποζαν σε κάθε μεριά του σπιτιού, το άρωμα της πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, τα πράγματά της όλα στη θέση τους μα πουθενά εκείνη...
Εκείνη είχε φύγει... Είχε φύγει για πάντα. Μοναχά το αγαπημένο της τραγούδι έπαιζε στο γραμμόφωνο...
“I can’t live without your love… Well, I can’t live without you, Julia.”

Σε μια στιγμή με ξύπνησε.
-Καρδούλα μου ξύπνα! Τι συμβαίνει; Ανησυχώ, ηρέμησε... Εγώ είμαι εδώ.
Γύρισα και την αγκάλιασα.
-Άκουσέ με. Πρέπει να γίνεις δική μου για πάντα.
Θέλεις να γίνεις δική μου για πάντα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου