Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Come back and haunt me




Έτρεξες πίσω μου εκείνη τη νύχτα και δεν έβγαλες άχνα.
Γιατί δε μιλάς πια;
Γι αυτό δε σε κοιτάζω πια έτσι-
και δε σ' αγαπάω πια έτσι-

Δε με νοιάζει,
ξανα έλα
στοίχειωσέ με
Να μη μπορώ να κουνηθώ
να μην μπορώ να καταπιώ.
Όπου κι αν είσαι

γύρνα πίσω.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Jesus Christ.






Τα νεύρα
ξανά και ξανά
οι ίδιες καταστάσεις
το replay.
Νεύρα καβγάδες φωνές
φωνές
Φωνές και δεν είσαι αρκετός
φωνές και δεν προσπαθείς
φωνές και δεν σ' αγαπάει αρκετά.
Αφού υποσχέθηκες στον εαυτό σου
κάθε φορά ήταν η τελευταία φορά.

Δεν ξέρω, ίσως δεν κούρασε αρκετά
και δεν μπρείς να φύγεις
Απλά, πρέπει να φύγεις.
Καλή η δυστυχία ρε,
παρεξηγημένη, υποτιμημένη
μη τη φοβάσαι. Όλα καλά.
Στο τέλος τέλος, κανείς δε νοιάζεται για το αν είσαι δυστυχισμένος.

Ευτυχισμένος;

Ότι θες θα κάνεις τη ζωή σου,
Ηρεμία.
Απλά για να είναι δική σου, πρέπει να φύγεις.
Μη στενοχωριέσαι, όλα καλά.
Δεν σ' αγαπάει κανείς εδώ.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Το κακό με τους ανθρώπους είναι οτι μαθαίνουν ν' αγαπούν τις αλυσίδες.



Είναι η δουλεία, είναι τ' αγγλικά, είναι οι γονείς,
είναι η σχολή, είναι αυτοί, είναι αυτή.
Το κακό με τους ανθρώπους είναι ότι μαθαίνουν ν' αγαπούν τις αλυσίδες.
Πετάνε σε κύκλους, κολυμπάνε σε τετράγωνα, τρέχουν εντός των τειχών,
κι όλο γυρεύουν κάποια ελευθερία ή ένα σπίτι.
Είναι τα παιδιά, είναι η μυρωδιά, είναι η πλατεία,
το παγκάκι σ' αυτήν εκεί την εκκλησία.
Είναι ότι οι άνθρωποι αγαπούν τις αλυσίδες
και πιο συχνά παρά σπάνια, δένονται μόνοι τους μ' αυτές.
Μετά λένε δεν μπορώ, βαρέθηκα, με σφίγγεις.
Σου λένε δεν αντέχω, μ' έπνιξα, φτάνει.
Λένε κουράστικα, κάτσε λίγο, έρχομαι σπίτι. Φτάνω.

Πετάνε, περπατάνε, τρέχουν, κολυμπάνε κι όλο φτάνουν
πίσω στην αρχή.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Take me to church

I've done so many bad things, it hurts.

Τόσα πολλά. 
Και γιατί να μετανιώσω; 
Αφού είχαν σημασία.
Έχω κάνει πολλά. 
Τόσα πολλά. 

Με έριξε κάτω και έμεινα 
Με τράβηξε πάνω και ξέφυγα 
Μου τελείωσε και ξέμεινα. 

Πάτησα με το ένα πόδι σαν δεν ήξερα τι είναι αυτό 
Και πάτησα και τ'άλλο σαν ήμουν σίγουρη πως ήταν σωστό 
Κι η πόρτα έκλεισε
 κι ο κόσμος στένεψε. 
Γιατί τόσο μικρός; 

Τα 'κοψα σου λέω 
Τα έκοβα ξανά και ξανά το ένα πάνω στ'άλλο, 
γραμμή στη γραμμή στη γραμμή 

Να μιλήσω να τα πω
Όλα θα τα πω
Για τις ενέσεις τα χάπια τα ποτά τα ξερατά 
O δρόμος ο δρόμος ο δρόμος και εγώ πάω προχωράω 
Σταματάω 
Θα τα πω
Είναι πολλά. 
Τόσα πολλά.

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Every time I look at your face

It hurts.

 

«Δεν ξανάρθες πια.
Και δε σ΄ έχω ξαναδεί.»
Που δε ξανάρθα;
«Στα μέρη μου
δεν ήρθες άλλο πια ποτέ.
Ναι, ναι, ξέρω.
Αλλά είμαστε καλά.
Δεν είμαστε;
Ήθελα να μπορώ να σε βλέπω που και που, ρε μικρό.
Αλλά δεν ξανάρθες άλλο πια εδώ.»

Καλά είμαστε, γενικά.
Ούτε θυμωμένη είμαι
ούτε πληγωμένη.
Όμως δε θέλω κουβεντούλα
ούτε ξεχασμένα σκονισμένα χαμόγελα
από περασμένη εποχή.
Γι΄αυτό, δεν έρχομαι άλλο πια εδώ.
Δεν έρχομαι άλλο πια εδώ
γιατί κάθε φορά που κοιτάω το πρόσωπο σου
πονάω.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

You’ve been down there a while now,

in a state that I can not explain.


                                        
                                          It was supposed to be an endless day.



Νόμιζα θα ήταν εντάξει.

Είναι τα πάντα εκτός από εντάξει.

Θέλω να κουνηθώ, ειλικρινά

Αλλά δε μπορώ να κάνω βήμα

Ούτε βήμα μπροστά.



Προσπαθώ να κοιμηθώ.

Δε μπορώ να κουνηθώ.

Προσπαθώ να κοιμηθώ αλλά το μόνο που βλέπω είναι κομμάτια σου στο δρόμο

Το μόνο που υπάρχει είναι κομμάτια σου στο δρόμο.

Ούτε βήμα μπροστά

Δε μπορώ να κάνω βήμα.

Προσπαθώ να κουνηθώ, ειλικρινά.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Dear darling

«Αν τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής όσο το λένε,
έχεις την πιο όμορφη ψυχή που έχω δει, συγχώρεσε με.»


Σήμερα πήρα τα πράγματά μου από το σπίτι σου
για να τα πλύνω,
σου είπα.

Άφησα ένα παντελόνι,
πήρα και τα βιβλία.
Δε θα αφήσω τίποτα που να θυμίζει εμένα,
τίποτα το απτό τουλάχιστον.

Τι νόημα έχει;

Κουράστηκα, πάλι.
Θέλω να ξεφύγω, πάλι.
Πώς τά κανες έτσι;

Απλά να ξέρεις όμως,
Σ' αγαπάω
τόσο πολύ που πονάω μέσα μου,
εκεί, ξέρεις, στο στήθος.
Απλά για να ξέρεις,
Σ' ερωτεύτηκα
τα πάντα πάνω σου
όσο δύσκολο κι αν ήταν.
Απλά γι' αυτό.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

No words can save this.



 

Ψέματα είπα, γενικά
για όλα.
Όταν έλεγα ότι δεν υπάρχει έρωτας
και όταν έλεγα πως περνάει,
ψέματα έλεγα, γενικά.

Γιατί τον είδα και ήξερα.
Ήξερα που θέλω να είμαι,
να ανήκω.
Ήξερα τη θέση μου,
επί τέλους.

Ήξερα, μόλις τον είδα ότι θα είμαι μαζί του
ακόμα κι αν αυτός δε θέλει να είναι μαζί μου.

Τι και;
Ε, όπως πάντα.
Δεν ήταν.
Μαζί μου.
Αλλά εγώ δεν ξέρω να κινηθώ χωρίς αυτόν,
και του το είπα.
Δεν κατάλαβε.
Ποτέ δεν καταλάβαινε.

Ε, όλα αυτά τα μικρά πράγματα που κάνεις
όταν θες να δείξεις σε κάποιον αυτά που,
όσο και να θες,
είναι φτηνά να πεις.
Αυτά, δεν τα κατάλαβε ποτέ.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Say something, I'm giving up on you.




Κάτι.
Απλώς πες μου κάτι,
Οτιδήποτε.
Έστω μια λέξη να με κάνει να μείνω εδώ.
Σε παρακαλώ, κάνε με να μείνω εδώ

Μιλάω, και φωνάζω
κι από μέσα μου
ουρλιάζω
στο κενό
Είμαι μόνη μου εδώ;

Κάτι.
Απλώς πες μου κάτι
Άφησε με να μείνω εδώ,
εδώ θέλω να μείνω
Νομίζω  πως δεν μπορώ να κινηθώ χωρίς εσένα
Χωρίς εσένα.

Πες μου απλά κάτι.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Πίστεψέ με, να σε πιστέψω κι εγώ.




Είπα πολλά
και ήταν όλα όσα ήθελα να πω τόσο καιρό

Είμαι ερωτευμένη μαζί του
Για την ακρίβεια, είμαι πολλά πράγματα μαζί του
χαρούμενη, χαμογελαστή, ήσυχη
και οι φωνές στο κεφάλι μου δεν ουρλιάζουν πια.

Για μια φορά στη ζωή μου,
γνώρισα κάποιον που να πιστεύει πως είμαι αρκετή
χωρίς τα ρούχα και τα κραγιόν,
χωρίς τα ποτά, χωρίς τα φώτα να 'ναι κλειστά.

Και είπα πως είμαι ερωτευμένη μαζί σου, πολύ.
Όταν λείπεις έχω ένα κενό σε κάθε ανάσα.
Και είπα πως θα φύγεις και θα μ' αφήσεις μόνη μου
Και μου πες να ρθω να σε βρω.

Αυτά που γράφω δε σ' αρέσουν.
Ίσως όντως, και να μη γράφω καλά
μα είναι το μόνο που ξέρω να κάνω
και τα λόγια δεν είναι πάντα περιττά.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Don't wanna let you down, but I'm hell bound.



Ξέρω,
δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος.
Όχι,δεν είμαι.
Αλλά προσπαθώ,
αρκετά.
Αυτό δεν είναι που έχει σημασία;

Ξέρω,
το να μην μπορώ να σηκώθώ από το κρεβάτι το πρωί
δεν είναι ό.τι καλύτερο για σενα να ξέρεις.
Αλλά προσπαθώ, να ξέρεις

Δεν νομίζω πως αντέχω άλλο,
πρέπει να ξέρεις.
Όλα αυτά είναι πολλά για μένα.
Οι αγγαλιές και τα παιχνίδια και
αυτά τα μάτια.
«Βλέμμα καρφωμένο σε σένα για να ανασαίνω.»

Δεν μπορώ άλλο.
Θα φύγεις, θα φύγουν όλα αυτά

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

What do you see when you're in the dark and demons come?

I see you. You.

Ξύπνησε στη σοφίτα ξημερώματα και οι φωνές στο κεφάλι του δε σταματούσαν.
Οι φωνές δεν ήταν στο κεφάλι του.
Όχι, δε μπορεί να ήταν στο κεφάλι του.
- Κάν' το. Μπορείς. Αντέχεις.
Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε.
Φορούσε μαύρα και ήταν το μόνο πράγμα που θύμιζε κάτι από φως μέσα σ' αυτό το σκοτάδι.
«ΦΥΓΕ! Φύγε, σε παρακαλώ, άφησε με πια.
Σε παρακαλώ.»
-Μην τον ακούς. Σταμάτα. Αυτοί φταίνε, όχι εσύ.
Το λαιμό τους πρεπεί να κόψει αυτή η λεπίδα οχι το χέρι σου.
-Κάν' το. Μπορείς. Αφέσου.
Έπιασε το κεφάλι του και έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια.
Δε φεύγουν ποτέ.
Δε θα φύγουν ποτέ.
«Σταματήστε πια! Φτάνει. Απλά, πείτε μου,
αν πάρω τούτο το ξυράφι και το πιέσω στον καρπό μου με όλη μου τη δύναμη,
με όσα μου έχουν απομείνει, πείτε μου, θα έχω μια ευκαιρία;
Μια ευκαιρία να ησυχάσω, να σταματήσουν οι φωνές και οι εικόνες;
Με κρατάει σφιχτά, ρε, φωνάζει πως όλα θα θα είναι εντάξει. Την ακούω.
Πείτε μου, αν το τραβήξω με όλες μου τις ελπίδες, θα πάνε όλα καλά;»
-Κάν' το. Μπορείς. Και θες.
-Ναί, θες. Αλλά δε θα τους κάνουμε τη χάρη.
Ακούς;
«Ρε, πείτε μου, σας παρακαλώ, θα βρω τη λύτρωση που ψάχνω
αν το τελειώσω όλο αυτό;»

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Pierrot the clown.




Υπάρχουν δύο κατηγορίες στενοχωριμένων ανθρώπων, κατ' εμέ :
οι χαρούμενοι και αυτοί που αποκαλώ «μόνιμοι κάτοικοι»
Όταν κλαίει ένας χαρούμενος άνθρωπος στα μάτια του βλέπεις τη στενοχώρια,
τον πόνο, την αγωνία πως όλο αυτό δε θα περάσει ποτέ -ακόμα κι αν ξέρει πως όλα θα είναι καλά στο τέλος.
Οι χαρούμενοι άνθρωποι κλαίνε διαφορετικά.
Κλαίνε την ελπίδα.

Εκείνοι οι άλλοι, όμως, αυτοί που στο κλάμα δε βρισκουν γαλήνη,
όταν κλαίνε τα μάτια τους είναι κενά και το πρόσωπό τους μοιάζει ανέκφραστο.
Οι «μόνιμοι κάτοικοι» δεν έχουν κάτι να τους τρομάζει πια, δεν έχουν κάτι για το οποίο να αγωνιούν.
Ξέρουν: όλο αυτό δεν πρόκειται να καλυτερέψει. Είναι αυτό που είναι και η ζωή συνεχίζεται.

Η ζωή πάντα συνεχίζεται, δε σταματά για κανένα.
Απλώς κάποιοι προχωρούν μαζί της, ενώ άλλοι μένουν στατικοί.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Τα πάντα ρεί




  Απαίσια παιδικά χρόνια, ασυναγώνιστη μοναξιά.
Αλλά όχι ό,τι κι ό,τι. Μοναξιά από τις λίγες.
Είχα φίλους μεγαλώνοντας, πολλούς, δεν έχω παράπονο
Αλλά να: κανείς δε με κατάλαβε.
Και ο πρώτος που κατάλαβε δε νοιάστηκε ιδιαίτερα, υποθέτω.
Από τότε απέκτησα αυτή τη νοοτροπία που έχω τώρα απέναντι στους ανθρώπους: φίλους, συγγενείς, εραστές.
Σέβομαι την αδιαφορία του άλλου, αναγκαστικά δε νοιάστηκε κανείς.
Τέλος πάντων, χαρούμενο παιδί ήμουν, δεν ξέρω τι ακριβώς στράβωσε ούτε και πότε.
Απλά να, είναι που κάθε άνθρωπος που αφήνεις να έρθει κοντά σου, όπως φεύγει- γιατί όλοι φεύγουν κάποτε- παίρνει ένα κομμάτι σου.
Τα χρόνια όμως περνάνε, και περνάνε, και έφτασα στο λύκειο να μην αναγνωρίζω το ποια είμαι ή το γιατί είμαι όλα αυτά που είμαι.
Δεν ήμουν δυστυχισμένη. Δεν ήταν πως ήθελα να πεθάνω- νομίζω.
Ίσως απλά δε με ένοιαζε κι αν θα ζήσω στο τέλος τέλος.

   Μετά τέλειωσε και το σχολείο, έπρεπε να μεγαλώσω ακόμα περισσότερο.
Δε γινόταν πια να κόβω το δέρμα μου, δε γινόταν να πηδάω από ψηλούς βράχους στη θάλασσα γιατί θεωρώ πως το να πεθάνεις πρέπει να είναι μια καταπληκτική περιπέτεια.
Ήμουν πλέον υπεύθυνη, θα γινόμουν υπεύθυνη και για κάποιον άλλο εκτός από μένα –έτσι μου είπαν.
Είχα πολλά που θα μπορούσα να γίνω, έλεγαν.

   Πέρασα πολύ καιρό μισώντας τον εαυτό μου επειδή δεν ένιωθα αρκετή.
Όλη μου τη ζωή, ποτέ δεν ένιωσα αρκετή.
Μια μέρα, αποφάσισε να γίνει φίλος μου.
Μια μέρα, απέκτησα το μοναδικό φίλο που είχα ποτέ.
«Σε θέλω, αλλά θέλω λογική!»
Μια μέρα, έφυγε.


  Είχα ένα φίλο κάποτε.
Είχα έναν φίλο, τον καλύτερο μου φίλο.
Θυμάμαι πολλά πράγματα αλλά είναι όλα θολά.
Θυμάμαι μικροί, ήμασταν σε πλατείες και παίζαμε κυνηγητό.
Μετά μεγάλωσα και τίποτα δεν ήταν αρκετό.
Δεν έφταναν οι ώρες, δεν έφτανε εκείνος, δεν έφταναν τα λεφτά, δεν έφταναν οι φίλοι.
Μετά μεγάλωσε και ήθελε το χώρο του, ύστερα το χρόνο του. Χωρίς εμένα.
Η φιλία μας δεν ήταν αρκετή, είχε άλλους φίλους πια.

   Ήμασταν μεγάλοι σε πλατείες και γελούσαμε στην ανάμνηση του πρώτου εκείνου φιλιού ή με την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα.
Και σταμάτησε να γελάει γιατί τον παραμελούσα.
Οι καλύτεροι φίλοι δεν είναι έτσι.
Και σταμάτησα να γελάω γιατί δε μ’ αγαπούσε.


  Είχα τον καλύτερο φίλο, κάποτε.
Θυμάμαι ακόμα τις Κυριακές  που μου υποσχέθηκε πως μόλις τελειώσουμε το λύκειο θα είναι μόνο δικές μας.
Θυμάμαι και που φώναζε πως θα είναι πάντα τα πάντα για μένα.
Και θυμάμαι και τη νύχτα που μου τα πήρε όλα πίσω.
Τη νύχτα που με κοίταξε με βλέμμα που φώναζε πως δεν ήμουν αρκετή.
Χίλια κομμάτια , πως κοιμάται τα βράδια;
Ήταν παντού μα πουθενά.
Γεμάτη ειδικές ανάγκες καρδιά.


  Πέρασαν τα χρόνια, έφτασα τα 25.
Καλή είναι και η δυστυχία, ρε. Μην την φοβάσαι.
Έμπνευση είναι η δυστυχία. Ξέρεις εσύ κανέναν ποιητή με αρτιμελή καρδιά;
Όλοι κομμάτια είμαστε, διαμελισμένοι στις τσέπες όσων προσπέρασαν.
Καλή και η ευτυχία αλλά πολύ δύσκολη υπόθεση.
Όλοι οι αφελείς εκεί έξω την ευτυχία κυνηγούν και χάνουν τη ζωή τους.
Πως το ‘λεγε να δεις αυτό το τραγούδι; « Άμα δε μάθεις να χαϊδεύεις τις πληγές, δε θα σου φτάσει όλη η ζωή σου για να κλαις.»
   Είναι άδικο να μας μεγαλώνουν με παραμύθια. Γιατί μαθαίνουμε πάντα να ψάχνουμε τον πρίγκιπα και το χαρούμενο βασίλειο που θα μας ολοκληρώσει.
Όμως το μόνο πράγμα που συναντάμε στη ζωή μας είναι δράκοι και άσχημες μάγισσες.
Γιατί να είμαστε ολόκληροι; Που είναι το κακό με το μισό, με το σκισμένο, με το φθαρμένο; Που είναι το κακό με τους «χαμένους»;
Προσωπικά, οι μόνοι άνθρωποι που βλέπω να είναι χαμένοι είναι όσοι είχαν σχέδιο.
Όταν δεν έχεις που να πας, είναι αδύνατο να χαθείς στην πορεία.


Κι όλο μου λεγε, θυμάμαι, να είμαι καλά-
πως θέλει να είμαι καλά.
Καλά είμαι, καλά.
Τι θα πει καλά;
Με ενοχλεί το παρελθόν μου.
Λένε, πως το παρελθόν μας είναι απλώς μια ιστορία.
Λένε, πως μόλις το καταλάβουμε αυτό,
δεν έχει καμία εξουσία πάνω μας.
Τα πλευρά μου πονάνε, κι οι πληγές δε φεύγουν.
Τίποτα δεν φεύγει πραγματικά από πάνω μου.
Όλα είναι εκεί- για να θυμάμαι.
Τι να θυμάμαι;

Θέλει να μείνω.
Πάντα ήθελε να μείνω.
Του πήρε αρκετό καιρό να το καταλάβει,
Του πήρε τόσο καιρό που, έπαψα να είμαι εκεί.
Και αυτό του πήρε κάποιο καιρό να το καταλάβει,
Και ύστερα καιρό να το ξεπεράσει,
Και ύστερα καιρό να το ξεχάσει.
Και ύστερα, όλα ξεκίνησαν απ΄ την αρχή.
Γιατί όταν γύρισα, γύρισε μαζί και το συναίσθημα που νόμιζε πως είχε πεθάνει.


  Όλοι μιλάνε σε τραγούδια και σε βιβλία και σε ταινίες και σε θεατρικές παραστάσεις για το πόσο πολύ πονάει η απώλεια. Πόσο πονάει όταν ο έρωτας φεύγει και δεν ξέρεις τι να κάνεις όλα αυτά που έμειναν.
Πόσο πονάει όταν ένας φίλος σταματάει να είναι φίλος και γίνεται κάποιος που ήξερες- στην καλύτερη- ή κάποιος στη θέα του οποίου σε πιάνει ναυτία.
Ή πόσο πονάει όταν αυτός που αγαπάς, όποιος και να ‘ναι, ό,τι και να ‘ναι, πεθαίνει.
Ξέρεις, τη μια στιγμή είναι εκεί και την άλλη όχι.
Δεν είναι ακριβώς στενοχώρια... μελαγχολία πιο πολύ.
Πιο πολύ ασφυξία, ανάγκη, προσταγή.

   Τα ξέρεις, όλα τα ξέρεις. Αλλά ποτέ δεν είσαι πραγματικά προετοιμασμένος, πάντα νομίζεις πως θα έχεις λίγο μονάχα χρόνο ακόμη.
Ξυπνούσα τα βράδια και πήγαινα στο δωμάτιό του να δω αν αναπνέει. Ύστερα επέστρεφα στο κρεβάτι μου και έκλαιγα.
Ο άνθρωπός μου, ο δικός μου άνθρωπος ήταν ταλαιποριμένος, με πληγές στο άλλοτε περήφανο κορμί του. Παρακαλούσα να πεθάνει, να ησυχάσει η ψυχή του.
    Μα είμαι 80 χρονώ και έχασα τον άνθρωπό μου.
Είμαι 80 χρονώ και είμαι μόνη μου μ’ αυτά τα ντουβάρια που ουρλιάζουν ιστορίες:
Εδώ έτρεχε ο γιος μας, εκεί γελούσε η κόρη μας.
«Κράτα γερά, κορίτσι μου, μας περιμένουν πολλές ακόμα μέρες. Μόνο ο άνθρωπος δε ξαναφτιάχνεται. Χαμογέλα και όλα περνάνε.» Έτσι έλεγε όποτε έκανα να χάσω το δρόμο μου.

Τώρα πια, ο κόσμος είναι σαν σε όνειρο.
Τώρα πια, περπατάς στο δρόμο κι είναι όλοι σκεφτικοί:
Ο καθείς με τα δικά του βάσανα, ο καθείς με το δικό του πόνο και χαρά.
Εμείς δεν ήμασταν έτσι.
Άσπρα κρεβάτια, κόκκινα βαμμένα κι εγώ στα μαύρα να κοιτάζω στατική.
Ένα μηχάνημα σου δίνει ανάσα και στην παίρνει ένα φιλί.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

I live in myself. And it's a rotting cage.




Τι να σου πω.
Τις μέρες μου τελευταία τις περνώ μόνη.
Δηλαδή, με κόσμο, αλλά μόνη. Καταλαβαίνεις.
Μου το χαν πει ότι θα συμβεί όταν είναι η ώρα
αλλά εγώ πίστευα ότι μπορώ να το χειριστώ.
Είναι δύσκολο να περιγράψω τις εικόνες,
είναι κάπως:

«Γειά. Καληνύχτα.»
Θόρυβος, τζάμια, η πόρτα ανοίγει,
με τραβάει έξω, με αφήνει κάτω.
Μετά φωνές και κλάματα, όλοι τρέχουν.
Γιατροί, αστυνομία, ασθενοφόρα,  πυροσβεστικά,
κάτι άνθρωποι μου ρίχνουν νερό
Ζαλάδα.
Που είσαι ;
Τι έγινε, ρε;
Είναι καλά;

Ε, αυτά.
Αλλά όταν περνάει ο καιρός, σταματάνε να ρωτάνε πως είσαι.
Γιατί, λογικά, είσαι καλά. Ή γιατί πρέπει να είσαι καλά.
Και η ζωή προχωράει για όλους τους άλλους, αλλά όχι για σένα.
Τι να σου πω, αυτά.
- Έλα εδώ. Θέλω να σε καταλάβω.
-Εγώ δε θέλω.
-Είμαι ένα κομμάτι σου εγώ.
-  Μα είμαι χίλια κομμάτια, τι μου λες;