Μια φορά παλιά, πριν γίνουν όλα τόσο περίπλοκα,
είχαμε πάρει ένα κρασί και τσιγάρα και καθήσαμε στο μπαλκόνι.
Καλοκαίρι ήταν θυμάμαι.
Ένα ποτήρι εγώ, δύο αυτή.
Λες και είχε κάτι μέσα της κρυμμένο,
κάτι που ήθελε να θάψει.
Είπαμε πολλά πράγματα.
Εκείνη μιλούσε κυρίως και εγώ αγανακτούσα με αυτά που άκουγα.
Είχα απέναντι μου έναν άνθρωπο που πίστευε
από τόσο νωρίς πως όλα είναι μέσα στο κεφάλι της,
πως τίποτα δεν υπάρχει στ΄ αλήθεια
εκτός από αυτούς τους τοίχους που την πνίγουν
και εκείνους τους καναπέδες που την καθηλώνουν.
Μετά από λίγο την πήγα να ξαπλώσει γιατί δεν άντεχε άλλο.
«Μεθά από σένα το χάος» σκέφτηκα.
Μισοκοιμησμένη, όπως ήταν, μου ψυθήρισε
οτι κουράστηκε, οτι έμενε μεθυσμένη για να ξεχάσει
αυτούς από τους οποίους ξεχάστηκε
Μα κάποιες λέξεις πάνω στη μέθη της,
μ' έκαναν να σηκωθώ και να πω,
δε θα πονάω εγώ για να κάνει το κέφι της.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου