Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Σχοινοβασία


Παραληρώ. Παραδίνομαι στην ονειροπόληση και αρχίζω να σχοινοβατώ.
Περπατώ σε ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα σε άχαρες αθηναϊκές πολυκατοικίες.
Αριστερά κενό, δεξιά κενό. Ξέρω ότι δεν θα πέσω. Μπορώ να αρχίσω να λυγίζω σιγά-σιγά τη μέση μου, να γέρνω προς τη μια πλευρά, έτσι για να ελέγξω  την ελαστικότητα των οστών μου και για να κάνω τους περαστικούς να κοντοσταθούν.
Κι ύστερα μπορώ να κάνω ακροβατικά από κάτω να ακούγονται επιφωνήματα και ακόμα να καμώνομαι ότι χάνω την ισορροπία μου για να τρομάζουν οι άνθρωποι και την τελευταία στιγμή να τινάζομαι απάνω και να συνεχίζω τη μακάρια σχοινοβασία μου,  για να θαυμάζουν οι άνθρωποι.

Κι ακόμα, κ αυτό είναι αποκλειστική προσφορά στον εαυτό μου, μπορώ να κρεμαστώ ανάποδα από το σκοινί, έτσι που μόνο τα δάκτυλα μου, τα κλεισμένα σαν τανάλιες, να με συγκρατούν πάνω του. Και τότε θα ατενίζω τον ουρανό σαν έδαφος και για πρώτη φορά, θα θέλω να φτάσω όσο πιο χαμηλά γίνεται και θα έχω την ψευδαίσθηση ότι πλησιάζω όλο και περισσότερο προς τα κέντρο της γης ενώ αντίθετα θα απομακρύνομαι από αυτή. Και επιτέλους θα έχω κάνει τα άνω κάτω και τελικά τα πάντα άνω-κάτω ώσπου να κουραστώ από τις πολλές αντιστροφές

Θα μπορούσα. Όμως δεν το διακινδυνεύω. Και συνεχίζω να ισορροπώ πάνω στο τεντωμένο σχοινί χωρίς την αγωνία της πτώσης. Απόλυτα συγκεντρωμένη στον εαυτό μου και ταυτόχρονα έξω από αυτόν.

Φοβάμαι. Για κάποιες στιγμές μόνο, φοβάμαι. Για λίγες μόνο στιγμές, πίστεψα ότι αυτή η σχοινοβασία θα συνεχιζόταν αιώνια, ότι όλη μου η ζωή θα ήταν ένα συνεχές ξεγέλασμα του χάους δίχως πόνο. Το πίστεψα κι ανακουφίστηκα. Θα μου άρεσε να περπατώ σε ένα τεντωμένο σχοινί πιο ψηλά από τους ανθρώπους, πιο χαμηλά από τους Θεούς. Στη ζώνη των δαιμόνων. Εκεί που πετούν τα αεροπλάνα. Για να με βλέπουν οι  επιβάτες και να ζηλεύουν. Γιατί εγώ, θα έχω νικήσει για πάντα τη βαρύτητα και μάλιστα μόνη μου, με τα δυο μου πόδια, τα δυο μου χέρια, κι έναν ταλαίπωρο κορμό, χωρίς καμιά μηχανική υποστήριξη, χωρίς τουρμπίνες, χωρίς πιλότους, χωρίς χαμογελαστές αεροσυνοδούς.

Και βέβαια θα με ζηλεύουν. Το πρόβλημα του ανθρώπου υπήρξε πάντοτε η βαρύτητα.
Είναι εκείνη που τον αναγκάζει να σέρνει τα πόδια του στη γη, να δέχεται την τριβή και να  καταβάλλει προσπάθεια για να την υπερνικήσει, να πρέπει να ταλαιπωρείται για να κάνει μόνο ένα βήμα. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος « άνω θρώσκει » μελαγχολικά,
Γιατί είναι αναγκασμένος να συνεχίζει τη ζωή του σ’ αυτή τη γωνία του σύμπαντος, αποκλεισμένος από την ουράνια περιοχή.

Αλλά θα ήμουν μόνη. Όπως και να το κάνουμε, η ευτυχία πηγάζει μόνο από τους ανθρώπους.

-Σου αρέσει να λες περίεργα πράγματα, ε;
- Τα πράγματα είναι από μόνα τους περίεργα.
-Έλα τώρα, αφού όλα στο μυαλό σου είναι.
-Και τι μ’ αυτό;
-Δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνον η πολυθρόνα που κάθεσαι, το τραπέζι του σαλονιού, το βάζο, ο καναπές. Ξέχνα τα άλλα. Δεν είναι πραγματικά. Συγκεντρώσου σε αυτά.
-Και αυτά είναι περίεργα.
-Ναι;
-Τα αντικείμενα λένε τις πιο παράξενες και θλιβερές ιστορίες. Για ανθρώπους που δεν είναι πια ανάμεσά μας, που δεν ερωτεύονται και δεν αναστενάζουν. Και είναι οι ιστορίες αυτές μπολιασμένες με μια υγρασία και βέβαια τυλιγμένες στην αύρα μιας περασμένης εποχής.
-Τι ιστορίες είναι αυτές;
-Να, για εκείνη τη δασκάλα που για χάρη της αυτοκτόνησε ένας στρατιώτης…
-Τι λόγια είναι αυτά; Σταμάτα.
-Και άλλη μια, για εκείνον τον άτυχο πατέρα που ο γιος του έμπλεξε με τα ναρκωτικά ώσπου δεν άντεξε άλλο, έδωσε ένα σάλτο από το μπαλκόνι και..
-Σταμάτα.
-Αυτές οι ιστορίες έχουν όλες συμβεί κι όλα τούτα έχουν ειπωθεί κι αναλυθεί σ’ αυτό το σαλόνι.
-Η Μαίρη είναι έγκυος.
-Έχουν όλοι τους πεθάνει. Αγόρι ή κορίτσι;
-Αγόρι. Τι δουλεία έχουν οι πεθαμένοι;
-Μου λείπουν.
-Ο φόβος. Αυτός ο προαιώνιος φόβος. Όνειρα, σχοινιά, αεροπλάνα, θάνατοι, αηδίες.
Μια συνεχής φυγή και μια άρνηση. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αυτή τη μυθική στιγμή που το ρολόι δείχνει εννέα και πενήντα τέσσερα, που δαγκώνεις το κάτω χείλος σου, που η σελίδα του βιβλίου είναι τσακισμένη και που το δάκτυλο μου έχει πρηστεί. Στιγμή ιστορική και ανεπανάληπτη.
-Είναι ιστορική επειδή ακριβώς είναι ανεπανάληπτη στους αιώνες, στιγμή με τη δική της εσωτερική ισορροπία και μαγεία. Μην με κοιτάς έτσι, όλα είναι μαγικά.
Και βέβαια τρέφω σεβασμό για αυτή τη στιγμή που μαζί με άλλες θα δημιουργήσει μια ιστορία, γνωστή μόνο στα έπιπλα που σε καιρούς επόμενους θα την ψιθυρίζουν σε όποιον έχει διάθεση να την ακούσει.
-Στους παράφρονες εννοείς.
 -Όχι, σε αυτούς που έχουν την διάθεση. Ο καθένας απο μας ξέρει μια τουλάχιστον ιστορία απο αυτές που διηγείται η Ακρόπολη, αναγκαζόμαστε να την μάθουμε.
Αλήθεια, πως πρήστικε το χέρι σου;
-Α, δεν είναι τίποτα, μου έπιασε το δάκτυλο η πόρτα.
-Με κοροϊδεύεις; Αφού δεν υπάρχεις.
-Και πως μιλάς τόση ώρα μαζί μου;
-Σε φαντάζομαι.
-Άρα υπάρχω. Απλά δεν είμαι αυθύπαρκτος.Είμαι δημιούργημα,της φαντασίας σου εν προκειμένω. Με βαρέθηκες;
-Όχι.
-Πως σκοπεύεις να με ξεφορτωθείς, λοιπόν;
-Θα σε αποστάξω.

Γιατί τα δημιουργήματα της τερατογόνας φαντασίας μου μπορώ να τα μετουσιώσω σε κάτι άλλο,
να τα μεταπλάσω και τελικά να τα καταστρέψω.
Το φόβο όμως, τον ανελέητο δυνάστη, αυτόν που υψώνει τοίχους γύρω μου δεν μπορώ παρά 
να τον κουβαλάω μέσα μου. 
Και μόνο τώρα υα τον αφήσω πλαί στο τασάκι, μόνο και μόνο για να πάω 
στο διπλανό δωμάτιο, να ανοίξω το παράθυρο
κι ύστερα, να γυρίσω εδώ και να επανενωθώ τυραννικά και αιώνια μαζί του.

Μισούσε το σπίτι της. Μισούσε τα πάντα μέσα σε αυτό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου