Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Το λευκό μιας μαύρης ψυχής

"Θέλω να αλλάξω τον εαυτό μου και δεν ξέρω πως"
Έτσι μου είπε.
Ήταν σκοτάδι και εκείνη κάπνιζε καθισμένη σε ένα πεζούλι, μέσα στο κρύο τυλιγμένη στο κασκόλ της.
"Δεν είναι δύσκολο, πρέπει απλώς να είσαι σίγουρη πως το θες."
Κατέβαζε και φυσούσε τον καπνό σαν να ήταν το τελευταίο της τσιγάρο,
φαινόταν να το αγάπει το τσιγάρο.
Πάντα αγαπούσε ό,τι της έκανε κακό.
Μείνε μακρυά από ανθρώπους κατεστραμμένους, μου είχε πει, γιατί το μόνο που θα μπορείς να πάρεις από αυτούς είναι τα σκουπίδια της ανθρώπινης ψυχής.

Ήταν όμορφο αυτό το βράδυ, ήσυχο και παγωμένο.
Δεν είμαι σίγουρος για το τι πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Ήταν αγάπη μαζί με πόνο και μια ιδέα τέλους.
-Ζητάω πολλά και δεν έχω ιδέα του τι προσφέρω σε αντάλλαγμα.
-"Άμα δεν μάθεις να χαϊδεύεις τις πληγές σου, δεν θα σου φτάσει όλη η ζωή σου για να κλαις"
Χαμογέλασε.
"Παπακωνσταντίνου." Μου είπε.
Μετά αφαιρέθηκε.
Όταν αφαιρείται, και να της μιλάς, χαμένος χρόνος.
Άρχισε να σιγοτραγουδά χαμένη στις σκέψεις της και μετά σηκώθηκε, απλά, και έφυγε.
-"Έχω τόσα βράδια να σε δω... και περιμένω.
Πέρασαν δύο μήνες, σε ζητώ και με πονάω.
Κόλλησαν οι δείκτες στο κενό, και που να πάω;
Μην καπνίζεις τόσο, σ' αγαπώ...
Και να προσέχεις.
Πάγωσε στα χείλια ο καφές,
μη με ξεχάσεις."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου