Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Τα πάντα ρεί




  Απαίσια παιδικά χρόνια, ασυναγώνιστη μοναξιά.
Αλλά όχι ό,τι κι ό,τι. Μοναξιά από τις λίγες.
Είχα φίλους μεγαλώνοντας, πολλούς, δεν έχω παράπονο
Αλλά να: κανείς δε με κατάλαβε.
Και ο πρώτος που κατάλαβε δε νοιάστηκε ιδιαίτερα, υποθέτω.
Από τότε απέκτησα αυτή τη νοοτροπία που έχω τώρα απέναντι στους ανθρώπους: φίλους, συγγενείς, εραστές.
Σέβομαι την αδιαφορία του άλλου, αναγκαστικά δε νοιάστηκε κανείς.
Τέλος πάντων, χαρούμενο παιδί ήμουν, δεν ξέρω τι ακριβώς στράβωσε ούτε και πότε.
Απλά να, είναι που κάθε άνθρωπος που αφήνεις να έρθει κοντά σου, όπως φεύγει- γιατί όλοι φεύγουν κάποτε- παίρνει ένα κομμάτι σου.
Τα χρόνια όμως περνάνε, και περνάνε, και έφτασα στο λύκειο να μην αναγνωρίζω το ποια είμαι ή το γιατί είμαι όλα αυτά που είμαι.
Δεν ήμουν δυστυχισμένη. Δεν ήταν πως ήθελα να πεθάνω- νομίζω.
Ίσως απλά δε με ένοιαζε κι αν θα ζήσω στο τέλος τέλος.

   Μετά τέλειωσε και το σχολείο, έπρεπε να μεγαλώσω ακόμα περισσότερο.
Δε γινόταν πια να κόβω το δέρμα μου, δε γινόταν να πηδάω από ψηλούς βράχους στη θάλασσα γιατί θεωρώ πως το να πεθάνεις πρέπει να είναι μια καταπληκτική περιπέτεια.
Ήμουν πλέον υπεύθυνη, θα γινόμουν υπεύθυνη και για κάποιον άλλο εκτός από μένα –έτσι μου είπαν.
Είχα πολλά που θα μπορούσα να γίνω, έλεγαν.

   Πέρασα πολύ καιρό μισώντας τον εαυτό μου επειδή δεν ένιωθα αρκετή.
Όλη μου τη ζωή, ποτέ δεν ένιωσα αρκετή.
Μια μέρα, αποφάσισε να γίνει φίλος μου.
Μια μέρα, απέκτησα το μοναδικό φίλο που είχα ποτέ.
«Σε θέλω, αλλά θέλω λογική!»
Μια μέρα, έφυγε.


  Είχα ένα φίλο κάποτε.
Είχα έναν φίλο, τον καλύτερο μου φίλο.
Θυμάμαι πολλά πράγματα αλλά είναι όλα θολά.
Θυμάμαι μικροί, ήμασταν σε πλατείες και παίζαμε κυνηγητό.
Μετά μεγάλωσα και τίποτα δεν ήταν αρκετό.
Δεν έφταναν οι ώρες, δεν έφτανε εκείνος, δεν έφταναν τα λεφτά, δεν έφταναν οι φίλοι.
Μετά μεγάλωσε και ήθελε το χώρο του, ύστερα το χρόνο του. Χωρίς εμένα.
Η φιλία μας δεν ήταν αρκετή, είχε άλλους φίλους πια.

   Ήμασταν μεγάλοι σε πλατείες και γελούσαμε στην ανάμνηση του πρώτου εκείνου φιλιού ή με την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα.
Και σταμάτησε να γελάει γιατί τον παραμελούσα.
Οι καλύτεροι φίλοι δεν είναι έτσι.
Και σταμάτησα να γελάω γιατί δε μ’ αγαπούσε.


  Είχα τον καλύτερο φίλο, κάποτε.
Θυμάμαι ακόμα τις Κυριακές  που μου υποσχέθηκε πως μόλις τελειώσουμε το λύκειο θα είναι μόνο δικές μας.
Θυμάμαι και που φώναζε πως θα είναι πάντα τα πάντα για μένα.
Και θυμάμαι και τη νύχτα που μου τα πήρε όλα πίσω.
Τη νύχτα που με κοίταξε με βλέμμα που φώναζε πως δεν ήμουν αρκετή.
Χίλια κομμάτια , πως κοιμάται τα βράδια;
Ήταν παντού μα πουθενά.
Γεμάτη ειδικές ανάγκες καρδιά.


  Πέρασαν τα χρόνια, έφτασα τα 25.
Καλή είναι και η δυστυχία, ρε. Μην την φοβάσαι.
Έμπνευση είναι η δυστυχία. Ξέρεις εσύ κανέναν ποιητή με αρτιμελή καρδιά;
Όλοι κομμάτια είμαστε, διαμελισμένοι στις τσέπες όσων προσπέρασαν.
Καλή και η ευτυχία αλλά πολύ δύσκολη υπόθεση.
Όλοι οι αφελείς εκεί έξω την ευτυχία κυνηγούν και χάνουν τη ζωή τους.
Πως το ‘λεγε να δεις αυτό το τραγούδι; « Άμα δε μάθεις να χαϊδεύεις τις πληγές, δε θα σου φτάσει όλη η ζωή σου για να κλαις.»
   Είναι άδικο να μας μεγαλώνουν με παραμύθια. Γιατί μαθαίνουμε πάντα να ψάχνουμε τον πρίγκιπα και το χαρούμενο βασίλειο που θα μας ολοκληρώσει.
Όμως το μόνο πράγμα που συναντάμε στη ζωή μας είναι δράκοι και άσχημες μάγισσες.
Γιατί να είμαστε ολόκληροι; Που είναι το κακό με το μισό, με το σκισμένο, με το φθαρμένο; Που είναι το κακό με τους «χαμένους»;
Προσωπικά, οι μόνοι άνθρωποι που βλέπω να είναι χαμένοι είναι όσοι είχαν σχέδιο.
Όταν δεν έχεις που να πας, είναι αδύνατο να χαθείς στην πορεία.


Κι όλο μου λεγε, θυμάμαι, να είμαι καλά-
πως θέλει να είμαι καλά.
Καλά είμαι, καλά.
Τι θα πει καλά;
Με ενοχλεί το παρελθόν μου.
Λένε, πως το παρελθόν μας είναι απλώς μια ιστορία.
Λένε, πως μόλις το καταλάβουμε αυτό,
δεν έχει καμία εξουσία πάνω μας.
Τα πλευρά μου πονάνε, κι οι πληγές δε φεύγουν.
Τίποτα δεν φεύγει πραγματικά από πάνω μου.
Όλα είναι εκεί- για να θυμάμαι.
Τι να θυμάμαι;

Θέλει να μείνω.
Πάντα ήθελε να μείνω.
Του πήρε αρκετό καιρό να το καταλάβει,
Του πήρε τόσο καιρό που, έπαψα να είμαι εκεί.
Και αυτό του πήρε κάποιο καιρό να το καταλάβει,
Και ύστερα καιρό να το ξεπεράσει,
Και ύστερα καιρό να το ξεχάσει.
Και ύστερα, όλα ξεκίνησαν απ΄ την αρχή.
Γιατί όταν γύρισα, γύρισε μαζί και το συναίσθημα που νόμιζε πως είχε πεθάνει.


  Όλοι μιλάνε σε τραγούδια και σε βιβλία και σε ταινίες και σε θεατρικές παραστάσεις για το πόσο πολύ πονάει η απώλεια. Πόσο πονάει όταν ο έρωτας φεύγει και δεν ξέρεις τι να κάνεις όλα αυτά που έμειναν.
Πόσο πονάει όταν ένας φίλος σταματάει να είναι φίλος και γίνεται κάποιος που ήξερες- στην καλύτερη- ή κάποιος στη θέα του οποίου σε πιάνει ναυτία.
Ή πόσο πονάει όταν αυτός που αγαπάς, όποιος και να ‘ναι, ό,τι και να ‘ναι, πεθαίνει.
Ξέρεις, τη μια στιγμή είναι εκεί και την άλλη όχι.
Δεν είναι ακριβώς στενοχώρια... μελαγχολία πιο πολύ.
Πιο πολύ ασφυξία, ανάγκη, προσταγή.

   Τα ξέρεις, όλα τα ξέρεις. Αλλά ποτέ δεν είσαι πραγματικά προετοιμασμένος, πάντα νομίζεις πως θα έχεις λίγο μονάχα χρόνο ακόμη.
Ξυπνούσα τα βράδια και πήγαινα στο δωμάτιό του να δω αν αναπνέει. Ύστερα επέστρεφα στο κρεβάτι μου και έκλαιγα.
Ο άνθρωπός μου, ο δικός μου άνθρωπος ήταν ταλαιποριμένος, με πληγές στο άλλοτε περήφανο κορμί του. Παρακαλούσα να πεθάνει, να ησυχάσει η ψυχή του.
    Μα είμαι 80 χρονώ και έχασα τον άνθρωπό μου.
Είμαι 80 χρονώ και είμαι μόνη μου μ’ αυτά τα ντουβάρια που ουρλιάζουν ιστορίες:
Εδώ έτρεχε ο γιος μας, εκεί γελούσε η κόρη μας.
«Κράτα γερά, κορίτσι μου, μας περιμένουν πολλές ακόμα μέρες. Μόνο ο άνθρωπος δε ξαναφτιάχνεται. Χαμογέλα και όλα περνάνε.» Έτσι έλεγε όποτε έκανα να χάσω το δρόμο μου.

Τώρα πια, ο κόσμος είναι σαν σε όνειρο.
Τώρα πια, περπατάς στο δρόμο κι είναι όλοι σκεφτικοί:
Ο καθείς με τα δικά του βάσανα, ο καθείς με το δικό του πόνο και χαρά.
Εμείς δεν ήμασταν έτσι.
Άσπρα κρεβάτια, κόκκινα βαμμένα κι εγώ στα μαύρα να κοιτάζω στατική.
Ένα μηχάνημα σου δίνει ανάσα και στην παίρνει ένα φιλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου